- ὑπορρίνιον
- ὑπορρί̱νιον , ὑπορρίνιονpart below the noseneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπορρίνιο — το / ὑπορρίνιον, ΝΜΑ [ὑπόρρινος] 1. ανθρωπολ. το κάτω από την μύτη μέρος τού προσώπου 2. συνεκδ. μουστάκι 3. φρ. «υπορρίνιο σημείο» ανθρωπολ. ονομασία ανθρωπομετρικού σημείου που βρίσκεται στη μέση γραμμή, εκεί όπου, στον ζωντανό άνθρωπο, το… … Dictionary of Greek